υψικέραυνος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ρίχνει κεραυνούς από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κεραυνός (πρβλ. ἀρχικέραυνος)].