ὑφάλμυρος

From LSJ
Revision as of 15:21, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφάλμῠρος Medium diacritics: ὑφάλμυρος Low diacritics: υφάλμυρος Capitals: ΥΦΑΛΜΥΡΟΣ
Transliteration A: hyphálmyros Transliteration B: hyphalmyros Transliteration C: yfalmyros Beta Code: u(fa/lmuros

English (LSJ)

ον,

   A somewhat salt, Dsc.2.122; f.l. for ὑφάμμοις (τόποις), Id.3.136.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάλμῠρος: -ον, ὀλίγον ἁλμυρός, Εὐστ. Πονημάτ. 184. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.