χασματίας
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of earthquake,
A which causes fissures in the earth, Arist.Mu.396a4 (v.l. ἱζηματίαι), Posidon. ap. D.L.7.154, Heraclit. All.38.
German (Pape)
[Seite 1340] ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.
Greek (Liddell-Scott)
χασμᾰτίας: -ου, καὶ χασματικός, ὁ, εἶδος ἰσχυροῦ σεισμοῦ, καθ’ ὃν ἡ γῆ ῥήγνυται εἰς χάσματα, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4, 30, Διογέν. Λαέρτ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος
μσν.
φρ. «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματ-ίας, τραυματ-ίας)].
Russian (Dvoretsky)
χασμᾰτίᾱς: ου adj. m вызывающий в почве трещины (σεισμός Arst., Diog. L.).