χιροπόδης
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
German (Pape)
[Seite 1357] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, χειροπόδης, aufgeborstene Füße habend, Hesych.
Greek Monolingual
και χειροπόδης, ὁ, Α
αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + -πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλοπόδης].