χορτηγός
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ον,
A hay-carrying, πλοῖα PCair.Zen.191.7 (iii B. C.).
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που μεταφέρει χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].