ίατρα

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α)
1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία
2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιάομαι, -ώμαι + -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].