ακταιωρός

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός)
φύλακας, φρουρός τών ακτών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκταί (ακτή Ι) + -ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coastguard ship.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακταιωρία, ακταιώριο, ακταιωρώ].