αεροθάλαμος
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
ο
κλειστός χώρος, θάλαμος στον οποίο εναποθηκεύεται αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + θάλαμος
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airchamber].