αλλαχού

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ)
κάπου αλλού, σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. της λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. -ου].