ἀβουκόλητος

From LSJ
Revision as of 14:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβουκόλητος Medium diacritics: ἀβουκόλητος Low diacritics: αβουκόλητος Capitals: ΑΒΟΥΚΟΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aboukólētos Transliteration B: aboukolētos Transliteration C: avoukolitos Beta Code: a)bouko/lhtos

English (LSJ)

ον, (βουκολέω)

   A untended: metaph., unheeded, ἀ. τοῦτ’ ἐμῷ φρονήματι A.Supp.929.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne prend pas soin.
Étymologie: ἀ, βουκολέω.

Spanish (DGE)

-ον
no cuidado fig. ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι no me preocupo de ello A.Supp.929.

Greek Monotonic

ἀβουκόλητος: -ον (βουκολέω), αποίμαντος, αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., απαρατήρητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβουκόλητος: досл. неохраняемый, перен. незамеченный, оставленный без внимания: ἀβουκόλητον τοῦτ᾽ ἐμῷ φρονήματι Aesch. мне это безразлично.