αἰσχίων

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

Cp. de αἰσχρός.

Greek Monotonic

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. και υπερθ. του αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχίων: compar. к αἰσχρός.