ἆλτο

From LSJ
Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

German (Pape)

[Seite 110] s. ἅλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἆλτο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἅλλομαι.

Greek Monotonic

ἆλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἆλτο: эп. (syncop.) 3 л. sing. aor. к ἅλλομαι.