ἁνία

From LSJ
Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡνία.

English (Slater)

ἁνῐα (ἡ) pl.,
   1 reins ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις with full rein (I. 2.22)

English (Slater)

ἁνῐα (τά)
   1 reinsἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15)

Spanish (DGE)

v. ἡνία.

Greek Monotonic

ἁνία: Δωρ. αντί ἡνία.

Russian (Dvoretsky)

ἁνία: (ᾱν) ἡ дор. = ἡνία.