ἐξιστάνω
From LSJ
English (LSJ)
later form of ἐξίστημι, LXX 3 Ma.1.25, Dsc.4.73:—also ἐξιστάω, Act.Ap.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξίστημι, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Α΄, 25), Πράξ. Ἀποστ. η΄, 9, Διοσκ. 4. 74.
Greek Monolingual
βλ. εξίσταμαι.
Greek Monotonic
ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος του ἐξίστημι, σε Καινή Διαθήκη