εξίσταμαι

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, -άω) ίστημι
μσν.- νεοελλ.
μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)
μσν.
1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω
2. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῖα
έξαλλη, αλλόφρων
αρχ.
1. μετακινώ από τη θέση του, μεταβάλλω, αλλοιώνω («ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», Αριστοτ.)
2. απρόσ. ἐξίστησι
τραβά την προσοχή
3. ερεθίζω, συνταράζω («γυναῖκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)
4. παρακινώ («ἀρετῆς ὕψος εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
5. διευθετώ, κανονίζω («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)
6. σταθμίζωπολλάκις ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)
7. (παθ. και μέσ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», Ξεν.)
8. βγαίνω από τον αρμό
9. παραιτούμαι από την κατοχή ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», Θουκ.)
10. εγκαταλείπω, παρατώ («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)
11. μέσ. αλλάζω γνώμη («ἐγὼ μὼν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», Θουκ.)
12. εξέχω, υπερβάλλω
13. (για γλώσσα) διαφέρω από την κοινή χρήση·,
14. φρ. «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — κάνω κάποιον έξω φρενών
15. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκὸς και ξεστηκός, ο (Μ ἐξεστηκός)
ο εμβρόντητος.