εὐβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 21:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβλέφᾰρος Medium diacritics: εὐβλέφαρος Low diacritics: ευβλέφαρος Capitals: ΕΥΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: eublépharos Transliteration B: eublepharos Transliteration C: evvlefaros Beta Code: eu)ble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.

German (Pape)

[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.

Greek Monolingual

εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.

Greek Monotonic

εὐβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐβλέφᾰρος: досл. с прекрасными веками, перен. ясно видящий, зоркий (Δίκη Anth.).