συμφλέγω

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφλέγω Medium diacritics: συμφλέγω Low diacritics: συμφλέγω Capitals: ΣΥΜΦΛΕΓΩ
Transliteration A: symphlégō Transliteration B: symphlegō Transliteration C: symflego Beta Code: sumfle/gw

English (LSJ)

   A burn up, burn to cinders, E.Ba.595 (lyr.); σ. κεραυνῷ Theoc.22.211; σ. αὐτοὺς κύκλῳ LXX Is.42.25; with love, AP5.110 (Antiphil.):—Pass., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Plu.Alex.60.

German (Pape)

[Seite 992] mit, zusammen verbrennen; δώματα, Eur. Bacch. 595; κεραυνῷ, Theocr. 22, 211; auch von der Liebe, συμφλέξει πάντας φίλτρα, Antiphil. 2 (V, 111).

Greek (Liddell-Scott)

συμφλέγω: φλέγω, καίω ὁμοῦ, κατακαίω μέχρι τέφρας, Εὐρ. Βάκχ. 595· σ. κεραυνῷ Θεόκρ. 22. 211. ― Παθητ., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Πλουτ. Ἀλέξ. 60· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 5. 111.

French (Bailly abrégé)

brûler entièrement, consumer.
Étymologie: σύν, φλέγω.

Greek Monolingual

Α
κατακαίω («συμφλέγει πάντα [[[ἔρως]]]», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φλέγω «καίω»].

Greek Monolingual

Α
κατακαίω («συμφλέγει πάντα [[[ἔρως]]]», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φλέγω «καίω»].

Greek Monotonic

συμφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, πυρπολώ μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, καίω ολοσχερώς, κατακαίω από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

συμφλέγω: сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι μετά τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.