Φοίνισσα

From LSJ
Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek (Liddell-Scott)

Φοίνισσα: φοίνισσα, θηλ. τοῦ Φοῖνιξ, φοῖνιξ.

English (Autenrieth)

γυνή, Phoenician woman.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. Φοίνικας.

Greek Monotonic

Φοίνισσα: Φοίνισσα, θηλ. αντί Φοῖνιξ, φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φοίνισσα: I adj. f финикийская или карфагенская (γυνή Hom.; ἐμπολά Pind.; ναῦς Thuc.; χθών Eur.).
II ἡ финикиянка или карфагенянка Hom. etc.