πολύπλανος
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ον,
A = πυλυπλανής, πλάναι Id.Pr.585 (lyr.); κόραι E.Ph.661 (lyr.), cf.AP6.69 (Maced.): in late Prose, Paul.Al. M.3.
German (Pape)
[Seite 668] = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, Αἰσχύλ. Πρ. 585, Εὐρ. Φοίν. 661, Ἀνθ. Π. 6. 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολυπλάνητος.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ-πλανος].
Greek Monotonic
πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύπλᾰνος: 1) много странствующий, блуждающий: πολύπλανοι πλάναι Aesch. бесконечные скитания;
2) глядящий по всем направлениям, т. е. бдительный (κόραι Eur.).