τετρίγει
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας,
A v. τρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,
English (Autenrieth)
see τρίζω.
Greek Monotonic
τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.
Russian (Dvoretsky)
τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.