ἔγχωρος

Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, (χώρα) = foreg., S.Ph.692 (lyr.), OC125 (lyr.), Lyc.509, etc.;

   A φάσματα S.Ichn. 322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 715] dasselbe, Soph. Phil. 687 O. C. 125 u. sp. D., wie Lycophr. 509.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχωρος: -ον, (χώρα) = τῷ προηγ., Σοφ. Φ. 692, Ο. Κ. 125.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐγχώριος.

Spanish (DGE)

-ον
del país, local λαοί A.Supp.976, ὁ πρέσβυς S.OC 125, φάσματα S.Fr.314.330, νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν S.Fr.937, cf. Men.Mon.518, θάμβος ἐγχώροις μέγα Lyc.509
subst. ὁ ἔ. habitante del país, lugareño οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα S.Ph.692.

Greek Monolingual

ἔγχωρος, -ον (Α)
1. εγχώριος
2. επιχώριος.

Greek Monotonic

ἔγχωρος: -ον (χώρα), = το προηγ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχωρος: Soph. = ἐγχώριος I.