ἔγχωρος
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
ἔγχωρον, (> χώρα) = ἐγχώριος (in the country, of the country, true-born, local, inhabitant), S. Ph. 692 (lyr.), OC 125 (lyr.), Lyc. 509, etc. ; φάσματα S. Ichn. 322 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
del país, local λαοί A.Supp.976, ὁ πρέσβυς S.OC 125, φάσματα S.Fr.314.330, νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν S.Fr.937, cf. Men.Mon.518, θάμβος ἐγχώροις μέγα Lyc.509
•subst. ὁ ἔ. habitante del país, lugareño οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα S.Ph.692.
German (Pape)
[Seite 715] dasselbe, Soph. Phil. 687 O. C. 125 u. sp. D., wie Lycophr. 509.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐγχώριος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχωρος: Soph. = ἐγχώριος I.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχωρος: -ον, (χώρα) = τῷ προηγ., Σοφ. Φ. 692, Ο. Κ. 125.
Greek Monolingual
ἔγχωρος, -ον (Α)
1. εγχώριος
2. επιχώριος.
Greek Monotonic
ἔγχωρος: -ον (χώρα), = το προηγ., σε Σοφ.