ἐπιπιέζω

Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A press upon, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε Od.4.287; λαῖον ἐπὶ στιβαρῷ πιέσας ποδί A.R.3.1335, cf. Dsc.2.4.

German (Pape)

[Seite 969] daraufdrücken; man rechnet als Tmesis hierher ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν Od. 4, 287; ποδί, darauftreten, Ap. Rh. 3, 1335.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπιέζω: πιέζω ἐπάνω, ἀλλ’ Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, «τουτέστιν ὁ Ὀδυσσεὺς ταῖς χερσὶν αὐτοῦ ἐκώλυε τὸ στόμα τοῦ Ἀντίκλου μὴ λαλῆσαί τι» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 287· εἵπετο δ’ αὐτὸς λαιὸν ἐπὶ στιβαρῷ πιέσας ποδὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1335.

French (Bailly abrégé)

presser sur.
Étymologie: ἐπί, πιέζω.

Greek Monolingual

ἐπιπιέζω (Α)
πιέζω, θλίβω επάνω («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιπιέζω: πιέζω επάνω, πιέζω κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπιέζω: сдавливать, зажимать (μάστακα χερσί Hom. - in tmesi).