Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
σέβος: τό, = σέβας, στον πληθ. σέβη, τά, σε Αισχύλ.
σέβος, εος, τό, = σέβας, in pl. σέβη, Aesch.]