ψάμμιος
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
German (Pape)
[Seite 1391] = ψάμμινος, Aesch. Ag. 958 ἀκτά.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.
Greek Monotonic
ψάμμιος: -α, -ον (ψάμμος), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, αμμώδης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ψάμμιος: 3, v. l. ψαμμίς, ίδος adj. f приставший к песчаному взморью (ἀκάτα Aesch.), по по друг. песчаный (ἀκτα Aesch.).