κελαινόομαι

Revision as of 23:09, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Pass.,

   A grow black or dark, A.Ch.413 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόομαι: γίνομαι κελαινός, μέλαςσκοτεινός, κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.

Greek Monotonic

κελαινόομαι: Παθ., γίνομαι μαύρος ή σκοτεινός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κελαινόομαι: становиться черным, чернеть, т. е. наполняться ужасом (σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυοῦσᾳ Aesch.).