καινόταφος

From LSJ
Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tombeau d’une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.

Greek Monolingual

καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.

Greek Monotonic

καινότᾰφος: -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καινότᾰφος: (о могиле) новой формы, необычного вида: σχῆμα καινόταφον Anth. необычная могила.