καταρέομαι

From LSJ
Revision as of 22:43, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.

Greek Monolingual

καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.

Greek Monotonic

κατᾱρέομαι: Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρέομαι: ион. = καταράομαι.