κατασθμαίνω

Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.

German (Pape)

[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.

Greek (Liddell-Scott)

κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.

French (Bailly abrégé)

renacler contre en parl. d’un cheval ; s’irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.

Greek Monolingual

κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κατασθμαίνω: αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατασθμαίνω: фыркать: ἵππος χαλινῶν κατασθμαίνων μένει Aesch. конь гневно фыркает (сердясь) на узду.