Ἀργόθεν
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
Adv.
A from Argos, S.Ant.106 (lyr.), E.IT70, Heracl.775 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἀργόθεν: ἐπίρρ., ἐκ τοῦ Ἄργους, Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Ι. Τ. 70.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’Argos.
Étymologie: Ἄργος², -θεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): Ἄργοθεν Ibyc.1a.3
adv. de, desde Argos Ἄργοθεν ὀρνυμένοι Ibyc.l.c., πετόμενος Ἀργόθεν E.IT 394, cf. IA 1356, Theoc.24.111, A.R.1.118.
Greek Monotonic
Ἀργόθεν: επίρρ., αυτός που προέρχεται από το Άργος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀργόθεν: adv. из Аргоса Soph., Eur.