βλήεται
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βλήεται: ἴδε ἐν λ. βάλλω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
English (Autenrieth)
see βάλλω.
Spanish (DGE)
v. βάλλω.
Greek Monotonic
βλήεται: αντί βλήηται, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
βλήεται: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. pass. к βάλλω.