ἔγρω
English (LSJ)
later form of ἐγείρω, imper. ἐγρέτω cj. in Sopat.10;
A ἔγρει Call.Hec.1.4.13:—Pass., ἔγρεσθε E.Rh.532; ἔγρεται Opp.H.5.241: ἔγρονται E.Fr.773.29 (lyr.); ἔγρετο Opp.C.3.421.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγρω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐγείρω, προστακτ. ἐγρέτω, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C· ἔγρετε Εὐρ. Ρῆσ. 532: - Παθ. ἔγρεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 241· ἔγρονται Εὐρ. Φαέθ. 2. 29, ἔγρετο Ὀππ. Κ. 3. 421.
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo pres., para otros tiempos v. ἐγείρω
1 despertar τινά Call.SHell.288.67.
2 en v. med.-pas. despertarse, levantarse del sueño ἔγρεσθε ... πρὸς φυλακάν E.Rh.532, ἔγρονται δ' εἰς βοτάναν ... πώλων συζυγίαι E.Fr.73D., cf. ἔγρηνται· ᾕρηνται Hsch.
•fig. c. suj. abstr. acrecentarse, elevarse ἔνθα τότ' ἰχθυβόλων θράσος ἔγρεται Opp.H.5.241.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔγρω: μεταγεν. τύπος του ἐγείρω· προστ. ἔγρετε.
Middle Liddell
later form of ἐγείρω