ἔπυδρος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, Ion. for ἔφυδρος, Hdt.4.198.
German (Pape)
[Seite 1013] ion. = ἔφυδρος, Her. 4, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπυδρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἔφυδρος, Ἡρόδ. 4. 198.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἔφυδρος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔπυδρος: -ον, Ιων. αντί ἔφυδρος.
Russian (Dvoretsky)
ἔπυδρος: ион. = ἔφυδρος.