καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
εὕρηκα: πρκμ. τοῦ εὑρίσκω.
pf. de εὑρίσκω.
εὕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.
εὕρηκα: pf. к εὑρίσκω.