German (Pape)
[Seite 1155] poet. = ἤπερ, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἠέπερ: Ἐπ. ἀντὶ ἤπερ, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
v. ἤπερ.
English (Autenrieth)
see ἤ, ἠέ.
see ἤπερ.
Greek Monotonic
ἠέπερ: Επικ. αντί ἤπερ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἠέπερ: эп. = ἤπερ.