ᾖσαν

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.

Greek Monotonic

ᾖσαν:I. Αττ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.
II. αντί ἤϊσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

ᾖσαν: II 3 л. pl. aor. к ᾄδω.
III 3 л. pl. ppf. к *εἴδω.