θοινατήριον

From LSJ
Revision as of 21:51, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινᾱτήριον Medium diacritics: θοινατήριον Low diacritics: θοινατήριον Capitals: ΘΟΙΝΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: thoinatḗrion Transliteration B: thoinatērion Transliteration C: thoinatirion Beta Code: qoinath/rion

English (LSJ)

τό,

   A = θοίνη, E.Rh.515.

Greek (Liddell-Scott)

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.

Greek Monolingual

θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτήριον: τό Eur. = θοίναμα.