καδδῦσαι

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

German (Pape)

[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.

Greek (Liddell-Scott)

καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. fém. pl. épq. de καταδύω.

English (Autenrieth)

see καταδύω.

Greek Monotonic

καδδῦσαι: Επικ. αντί καταδῦσαι, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του καταδύω.

Russian (Dvoretsky)

καδδῦσαι: эп. part. aor. pl. f к καταδύω.