καταβρόξειε
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
A v. Βρόχω 2. καταβροτόω, soil with gore, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρόξειε: ἴδε βρόχω 2. ― Καθ’ Ἡσύχ. «καταβρόξειε· καταπίοι».
Greek Monotonic
καταβρόξειε: βλ. *βρόχω 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβρόξειε opt. aor. 3 sing. van καταβρόχω.