κεκάδοντο

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

German (Pape)

[Seite 1413] aor. zu χάζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. χάζω.

English (Autenrieth)

see χάζομαι.

Greek Monotonic

κεκάδοντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του χάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκάδοντο en κεκαδών zie κεκαδεῖν.