κράντωρ
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6. II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).
Greek (Liddell-Scott)
κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.
Greek Monolingual
κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).
Greek Monotonic
κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κράντωρ: ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.).