μελλείρην

Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(

   A -ίρην Hsch.), ενος, ὁ, at Sparta, youth about to become an εἴρην (q. v.), Plu.Lyc.17.

German (Pape)

[Seite 125] ενος, ὁ, auch μελλίρην geschrieben, lakonisch = μελλέφηβος, Plut. Lycurg. 17.

Greek (Liddell-Scott)

μελλείρην: ἴδε ἐν λ. εἴρην.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ) :
qui est sur le point d’atteindre l’âge de la puberté.
Étymologie: mot lacéd., de μέλλω, εἰρήν.

Greek Monolingual

μελλείρην και, κατά τον Ησύχ., μελλίρην, -ενος, ὁ (Α)
(στη Σπάρτη) αυτός που πρόκειται να γίνει έφηβος («εἴρενας δὲ καλοῡσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + εἴρην «έφηβος»].

Greek Monotonic

μελλείρην: ὁ, Σπαρτιάτης έφηβος πριν την ηλικία των είκοσι ετών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μελλείρην: ενος ὁ лак. мальчик, близкий к возмужалости Plut.