εἴρην

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴρην Medium diacritics: εἴρην Low diacritics: είρην Capitals: ΕΙΡΗΝ
Transliteration A: eírēn Transliteration B: eirēn Transliteration C: eirin Beta Code: ei)/rhn

English (LSJ)

ενος, or ἰρήν, ένος, ὁ, Lacedaemonian youth who had completed his twentieth year, X.Lac.2.11, Plu.Lyc.17, IG5(1).279.

Spanish (DGE)

-ενος, ὁ
• Alolema(s): εἰρήν IG 5(1).279 (I/II d.C.); ἰρήν Hdt.9.85 (dud.); nom. plu. ἴρανες Hsch.
mayor de edad, mayor de veinte años en Esparta categoría de edad tras la efebía, a partir de los 20 años, cuando se accede a la edad adulta, Hdt.l.c., X.Lac.2.5, 11, Call.Fr.487, Plu.Lyc.17, IG l.c., EM 303.38G., Lex.Herod.s.u., Sch.Str. en AJP 62.1941.500.
• Etimología: Quizá de *ἐρσήν, c. dif. trat. que ἔρσην q.u., por diferencia en la posición del acento.

German (Pape)

[Seite 735] ενος, ὁ (nach Gramm. εἰρήν, s. Lob. paralip. 192, u. so bei Her. 9, 85 ἰρήν), hieß der lacedämonische Jüngling vom 20. Jahre an, wo er theils in einzelnen Abtheilungen der Ilen über Jüngere die Aufsicht führen, theils im Kriege eine kleine Abtheilung befehligen durfte, Plut. Lyc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρην: -ενός, ἢ ἰρήν, -ένος, ὁ, Λακεδαινόνιος νεανίας συμπληρώσας τὸ εἰκοστὸν αὐτοῦ ἔτος καὶ ἀναλαβὼν ἐξουσίαν ἐπιβλέψεως κτλ. ἐπὶ τῶν νεωτέρων, εἴρενας δὲ καλοῦσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας... οὗτος οὖν ὁ εἴρην, εἴκοσιν ἔτη γεγονὼς ἄρχει τε τῶν τεταγμένων ἐν ταῖς μάχαις, καὶ κατ’ οἶκον ὑπηρέταις χρῇται πρὸς τὸ δεῖπνον, κτλ., Πλουτ. Λυκ. 17· πρὸ τούτων ὠνομάζετο μελλείρην, μελλείρενας δὲ (καλοῦσι) τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους αὐτόθι. - Ἐν Ἡροδ. 9. 85 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἱρέας, ἱρέες) οἱ ἰρένες εἶναι φανερῶς ἀξιωματικοὶ πάσης τάξεως· πρβλ. Ἡσύχ. (ὡς διωρθώθη) ἰρένες (ἢ ἴρανες)· οἱ ἄρχοντες τῶν ἡλικιωτῶν, καὶ εἰρενάζει· κρατεῖ.

Greek Monolingual

εἴρην και ἰρήν (ἰρένος), ο (Α)
Σπαρτιάτης που είχε συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του και είχε την επίβλεψη τών νεωτέρων.

Greek Monotonic

εἴρην: -ενος ή ἰρήν, -ένος, ὁ, νέος από τη Σπάρτη που έχει συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του, όταν του ανατίθεται η αρμοδιότητα επίβλεψης μικρότερων, νεότερων παιδιών, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.)

Middle Liddell

a Lacedaemonian youth who had completed his 20th year, when he was entrusted with authority over his juniors, Plut. [deriv. uncertain]