Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύστις

From LSJ
Revision as of 00:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστῐς Medium diacritics: μύστις Low diacritics: μύστις Capitals: ΜΥΣΤΙΣ
Transliteration A: mýstis Transliteration B: mystis Transliteration C: mystis Beta Code: mu/stis

English (LSJ)

ῐδος, fem. of μύστης, IG3.914, Porph.Antr.18: usu. metaph.,

   A initiate or initiator, μ. νάματος ἡ Κύπρις Anacreont.4.12; πενίης μύστι, λάγυνε AP9.229 (Marc.Arg.); μ. τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιστήμης, of Σοφία, LXX Wi.8.4; [ψυχὴ] τῶν τελείων μ. τελετῶν Ph.1.173.

German (Pape)

[Seite 223] ιδος, ἡ, fem. zu μύστης, die Eingeweih'te, sp. D.; auch μύστι πενίης, M. Arg. 18 (IX, 229). – Auch = die Einweihende, μύστις νάματος ἡ Κύπρις, Anacr. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 initiée;
2 initiatrice;
3 mystique.
Étymologie: fém. de μύστης.

Greek Monolingual

μύστις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μύστης.

Greek Monotonic

μύστις: -ῐδος,
I. θηλ. του μύστης, ως επίθ., μυστικός, απόκρυφος, σε Ανθ.
II. μυσταγωγός, σε Ανακρεόντ.

Russian (Dvoretsky)

μύστις: ῐδος adj. f вводящая в таинства, посвящающая в мистерии (ἡ Κύπρις Anacr.).