νηοκόρος
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ον, (νηός) poet. for νεωκόρος, ib.9.22 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
νηοκόρος: -ον, (νηὸς) ποιητ. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 9. 22.
Greek Monolingual
νηοκόρος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεωκόρος.
Greek Monotonic
νηοκόρος: -ον (νηός), ποιητ. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νηοκόρος: ὁ ион. Anth. = νεωκόρος II.