ὄγκιον

Revision as of 00:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

or ὀγκίον, τό, (

   A ὄγκος A. I) case or casket for arrows and other implements, ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός Od.21.61, cf. Hermipp.16.

German (Pape)

[Seite 290] τό, Kasten, in welchem man Pfeile mit Widerhaken aufbewahrt, u. übh. Eisengeräth; ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον· ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, Od. 21, 61, worin die πελέκεις lagen. VLL. erkl. ἀγγεῖον, ἐν ᾡ αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν; vgl. Hermipp. bei Poll. 10, 165, nach dem er geflochten war.

Greek (Liddell-Scott)

ὄγκιον: ἢ ὀγκίον, τό, (ὄγκος Α. Ι) θήκηἀγγεῖον πλεκτὸν ἐν ᾧ ἐτίθεντο αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν καὶ ἄλλα ἐργαλεῖα σιδηρᾶ, ὡς οἱ πελέκεις τοῦ Ὀδυσσέως κτλ., ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκὸς Ὀδ. Φ. 61, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 165 (ἔνθα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἑρμίππ.)· ― μεταγεν. σιδηροθήκη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étui (pour les javelots et la hache).
Étymologie: ὄγκος¹.

English (Autenrieth)

(ὄγκος): basket or box to hold arrow-heads or other things of iron, Od. 21.61†.

Greek Monotonic

ὄγκιον: ή ὀγκίον, τό, θήκη για ακίδες βελών και άλλα σιδερένια σύνεργα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὄγκιον: τό ящик для наконечников стрел и прочего оружия Hom.