πελάθω

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελάθω Medium diacritics: πελάθω Low diacritics: πελάθω Capitals: ΠΕΛΑΘΩ
Transliteration A: peláthō Transliteration B: pelathō Transliteration C: pelatho Beta Code: pela/qw

English (LSJ)

[ᾰ], collat. form of πελάζω (intr.), only pres., used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.132, E.Rh.557, El.1293, cf. Ar. Th.58 (paratrag.).

German (Pape)

[Seite 549] att. intrans. Nebenform von πελάζω; Aesch. frg. 119; τί ποτ' οὐ πελάθει σκοπός, Eur. Rhes. 557; εἰς φθογγάς, El. 1293; οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν, Ar. Ran. 1263.

Greek (Liddell-Scott)

πελάθω: [ᾰ], τύπος ἰσοδύναμος τῷ πελάζω (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.

Greek Monolingual

Α
πελάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. παράλληλος τ. του πελάζω με επίθημα -θω (πρβλ. πλάθω)].

Greek Monotonic

πελάθω: [ᾱ], ισοδ. του πελάζω (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πελάθω: (ᾰ) (только praes.) приближаться, подходить, приходить (θριγκοῖς Arph.): π. ἐπ᾽ ἀρωγάν Arph. приходить на помощь; π. εἰς φθογγάς Eur. обращаться с речью.