πλατυντέον
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
A one must extend, X.Eq.Mag.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
πλατυντέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πλατύνω, δεῖ πλατύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 3.
Greek Monotonic
πλατυντέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να διαπλατυνθεί, σε Ξεν.