Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
ος, ον :très meurtrier.Étymologie: πολύς, φόνος.
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.
πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).