ποσάπους

Revision as of 02:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A of how many feet? Pl.Men. 85b.

German (Pape)

[Seite 687] ὁ, ἡ, wie vielfüßig? Plat. Men. 85 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποσάπους: ποδος, ὁ, ἡ, πόσων ποδῶν; τόδε οὖν ποσάπουν γίγνεται; ὀκτάπουν Πλάτ. Μένων 85Β.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. άποδος
de combien de pieds ?
Étymologie: πόσος, πούς.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
πόσων ποδών, με πόσο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί-πους, τετρά-πους κ.λπ.].

Greek Monotonic

ποσάπους: -ποδος, ὁ, ἡ, πόσων πόδων; σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ποσάπους: 2, gen. ποδος (ᾰ) величиной во сколько футов: τόδε οὖν ποσάπουν γίγνεται; - Ὀκτώπουν Plat. сколько же футов имеет эта (поверхность)? - Восемь.